- πορνίδιον
- πορν-ίδιον, τό, Dim. of foreg., Ar.(v. infr.), etc. [πορνῐδῐον, Ar.Nu.997, Men. Pk.150, Com.Adesp.120, but -ῑδῐον (Dim. of Πορνίον), Ar.Ra. 1301.]
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πορνίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνιδίου — πορνίδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνιδίων — πορνίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνιδίῳ — πορνίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνίδια — πορνίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνίδιο — το / πορνίδιον, ΝΑ (υποκορ. τού πόρνη) πουτανίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. νυμφ ίδιον)] … Dictionary of Greek